- συμψηφισμός
- ο, ΝΜ [συμψηφίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμόςνεοελλ.1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να αντιτάξει στον δανειστή ομοειδή κατ' αντικείμενο και ληξιπρόθεσμη απαίτησή τουβ) (για ποινές) συγχώνευση3. φρ. «γραφείο συμψηφισμού» — οργανισμός που ιδρύεται από ομοειδείς επιχειρήσεις με στόχο την τακτοποίηση τών αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ τών συμβεβλημένων, με συμψηφισμό τών χρεοαπαιτήσεών τουςμσν.σύνθεση ψήφων.
Dictionary of Greek. 2013.