συμψηφισμός

συμψηφισμός
ο, ΝΜ [συμψηφίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμός
νεοελλ.
1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων
2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να αντιτάξει στον δανειστή ομοειδή κατ' αντικείμενο και ληξιπρόθεσμη απαίτησή του
β) (για ποινές) συγχώνευση
3. φρ. «γραφείο συμψηφισμού» — οργανισμός που ιδρύεται από ομοειδείς επιχειρήσεις με στόχο την τακτοποίηση τών αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ τών συμβεβλημένων, με συμψηφισμό τών χρεοαπαιτήσεών τους
μσν.
σύνθεση ψήφων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμψηφισμός — συμψηφισμός, ο και συμψήφιση, η 1. αντιστάθμιση δύο ίσων αξιών: Έγινε συμψηφισμός κερδών και ζημιών. 2. συγχώνευση: Κατά συμψηφισμό των ποινών τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια κάθειρξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ασυμψήφιστος — η, ο (για ποσά) εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει συμψηφισμός …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • κλίριγκ — το (άκλ., λ. αγγλ.), συμψηφισμός: Ανάμεσα στις χώρες αυτές δεν υπάρχει κλίριγκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”